- μουστάρδα
- η горчица
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μουστάρδα — η καρύκευμα που παρασκευάζεται από τα καυτερά στη γεύση σπέρματα ορισμένων φυτών της οικογένειας σταυρανθή ή βρασσικίδες κ.ά. υλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mostarda] … Dictionary of Greek
μουστάρδα — η (λ. ιταλ.), καρύκευμα φαγητού με κίτρινο χρώμα που παρασκευάζεται από αλεύρι, σπόρους σιναπιού και ξίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σίναπι — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η… … Dictionary of Greek
σινάπι — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η… … Dictionary of Greek
νάπυ — νᾱπυ, υος, τὸ (Α) (αττ. τ.) σινάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. δάνεια λ., για την προέλευση τής οποίας έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις. Η προφανής, αλλ όχι ικανοποιητικά ερμηνευμένη, σχέση τών νᾶπυ, σίναπι οδήγησε στην υπόθεση τής αιγυπτιακής τους… … Dictionary of Greek
μουσταρδιέρα — η επιτραπέζιο σκεύος που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη και το σερβίρισμα τής μουστάρδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάρδα + κατάλ. ιέρα (πρβλ. σουπ ιέρα, φρουτ ιέρα)] … Dictionary of Greek
σιναποδόχη — η, Ν λόγια ονομασία τού επιτραπέζιου σκεύους στο οποίο τοποθετείται η μουστάρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινάπι «είδος φυτού» + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη] … Dictionary of Greek
σινιγρίνη — η, Ν (βιοχ.) θειικός ετεροζίτης, κρυσταλλοποιημένος, που απαντά σε ορισμένα κύτταρα τού μαύρου σιναπιού και σε διάφορα σταυρανθή και ο οποίος υπό την επίδραση τού ενζύμου μυροσίνη, σε υγρό περιβάλλον, διασπάται και δίνει γένεση στο αιθέριο έλαιο… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
βρασική — (brassica). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των σταυρανθών. Είναι φυτά της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής. Διαθέτουν μεγάλα κίτρινα ή ασπριδερά άνθη, με τέσσερα πέταλα τοποθετημένα σταυρωτά. Τα φύλλα… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek